- πεντάλεπτος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί 5 λεπτά της ώρας: Η πεντάλεπτη διαφήμιση προϊόντος από την τηλεόραση κοστίζει πολύ ακριβά.2. αυτός που έχει αξία 5 λεπτών του ευρώ: Πεντάλεπτο χαρτόσημο.3. το ουδ. ως ουσ., πεντάλεπτο, το νομισματική υποδιαίρεση αξίας 5 λεπτών του ευρώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.